Archive for November, 2010

Πέντε μάγκες στον Περαία

 

Πέντε μάγκες στον Περαία
πέρασαν απ’ τον τεκέ
ένας είπε απ’την παρέα
πα να πιούμε ένα αργιλέ

Μπήκαν μέσα να φουμάρουν
φωναξάν του τεκετζή
πιάσε ένα αργιλέ αφράτο
με Περσίας τουμπεκί

-Γειάσου Αντωνάκη μου λεβέντη!

Δύο τάλαρα τον δίνεις
τρία θα πληρώσουμε
αν η γκλάβα μας γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε

Φούμαραν και ήταν τζούρα
φώναξαν του τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα
ήταν σκέτο τουμπεκί

-Γειάσου Γιοβάν Τσαούς !

Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες

Πάμε ‘κεί στο βουναλάκι
έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε
να μην πάμε στον τεκέ

Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες

Αν θα κλείσουν τους τεκέδες
Περαιά Κρεμυδαρού
τότε πια θα κουβαλάω
στην σπηλιά την κουρελού.

Ερμηνεία

  • ·         Περαία =Πειραιάς
  • ·         Ο τεκές = Word passed from Greek to Arabic, from Turkey [tour. tekke, Muslim monastery].In modern Greek, of course, the term is not used to the religious dimension, but refers to a place frequented by (men) people who use drugs and smoke from the hookahs!
  • ·         να πιούμε ναργιλέ = να πιούμε ναργιλέ, smoke hookahs
  • ·         να φουμάρουν  =  να καπνίσουν
  • ·         ο τεκετζης = is the specialist (staff) of the «τεκέ» which fills the hookahs  with a variety of tobacco. Usually they adore him!
  • ·         To τουμπεκί = (Turkish àtömbeki) the tobacco used in clay (hookah), cannabis
  • λεβέντης = brave
  • τάλαρα = τάληρα = χρήματα = money
  • η γκλάβα = το κεφάλι = head
  • η τζούρα = puff
  • η μαστούρα = dizziness, vertigo, giddiness from of drugs/smoking
  • σκέτος-η-ο = plain
  • O Γιοβάν Τσαούς (πραγματικό όνομα: Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Ετσειρίδης) = Jovan Tsaous O (real name: John Eitziridis or Etseiridis) (1893 – 1942) was a Greek folk song composer rembetika
  • οι κορτάκηδες < ο κορτάκιας = a man who likes to flirt and make amorous advances on many women
  • τα πιτσιρίκια = μικρά παιδιά
  • οι πρεζακηδες < ο πρεζάκιας / το πρεζάκι = junky
  • ζούλα = στη ζούλα = στα κρυφά = Secretly = unreported
  • κουβαλάς = carry
  • η σπηλιά = cave
  • η κουρελού = junk, “draft”, carpet

 

 

Ένα καιρό που μ’ έστελνε
η μάνα μου σχολείο ω! ω! ω! ω!
κι ο δάσκαλος μου μ’ έβαζε
στο πρώτο το θρανίο

Ο πιο καλός ο μαθητής
ήμουνα εγώ στη τάξη ω! ω! ω! ω!
κι οι δάσκαλοι μου με είχανε
μη βρέξει και μη στάξει

Πάντοτε στο τετράδιο
βαθμό έπαιρνα δέκα ω! ω! ω! ω!
κι αν στη ζωή πήρα μηδέν
τα φταίει μια γυναίκα

Στον έλεγχο διαγωγή
είχα κοσμιωτάτη ω! ω! ω! ω!
κι όμως οι συναναστροφές
μου βγάλανε το μάτι

Κάτω στα λεμονάδικα…

Κάτω στα λε-, κάτω στα λε, κάτω στα λεμονάδικα
Κάτω στα λεμονάδικα γίνηκε φασαρία
Δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία

Τα σίδερα, τα σίδερα, τα σίδερα τους φόρεσαν
Τα σίδερα τους φόρεσαν και, στη στενή τους πάνε
κι αν δε βρεθούν τα λάχανα, το ξύλο που θα φάνε

Κυρ αστυνό-, κυρ αστυνό-, κυρ αστυνόμε μη βαράς
Κυρ αστυνόμε μη βαράς, γιατί καi συ το ξέρεις
πως η δουλειά μας είν’ αυτή και ρέφα (or ρέστα) μη γυρεύεις

Εμείς τρώμε, βρε εμείς τρώμε, εμείς τρώμε τα λάχανα
Εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
για να να μας βλέπουν τακτικά της φυλακής οι πόρτες

Δε μας φοβί-, δε μας φοβί-, δε μας φοβίζει- ο θάνατος
Δε μας φοβίζει- ο θάνατος, μον” μας τρομάζει- η πείνα
γι- αυτό τσιμπούμε λάχανα και την περνάμε φίνα

  • (τα) Λεμονάδικα: district of shacks that existed near by the area “Karaiskaki” (near Faliro)
    full of bars and brothels.
  • η φασαρία: verbal conflict or slaps, kicks, punches, scuffle with the police (in this context)
  • Οι λαχανάδες: οι πορτοφολάδες < πορτοφόλι =wallet:  The thief of wallet (they always work in pairs)
  • πιάσανε: grab, conceived on the act
  • κάνουν την κυρία: pretend that i don’ t know anything and i don’ t have no idea, behave like you are unrelated (indifferent) to the incident
  • τα σίδερα: irons, handcuffs (here), prison (generally)
  • τα σίδερα τους: they handcuffed
  • φόρεσαν: caught them as suckers
  • η στενή: τhe detention with many people in a very small space 
  • τους πάνε (/τους πηγαίνουν): they carry pedestrians,chained and finally humiliated
  • τα λάχανα: purses because of the many pockets, but the expression refers to the delivery of stolen property (βρεθούν = found) and in general “cooperation” with authorities (ρουφιανιά = pimp)
  • το ξύλο που: beat, drub, spank (κnown method of correction)
  • θα φάνε:  “they will eat”  = with certain success
  • το ξύλο που θα φάνε: beat with certain success
  • η ρέφα: share of the police on the stolen in exchange with the
    disguise of the fact
  • τα ρέστα: surplus money from a cash transaction
  •  Some singers say “ρέφα” and other “ρέστα“.
  • τρώμε: “steal” generally
  • τσιμπούμε τις παντόφλες [(= slippers) or (“wallets” metaphorical)]: we get beat/spanked or we steal purses (confused line with two meanings)
  • τσιμπούμε λάχανα: steal wallets
  • φοβίζω: scare but φοβάμαι: i am afraid of something
  • περνούμε φίνα: survive without paid work and a have a nice time

Η μπαμπέσα

Σ΄αγάπαγα και έλεγα
πως είχες λίγη μπέσα
μα εσύ μου την κοπάναγες
γιατί ήσουνα μπαμπέσα

Μπαμπέσικα είν τα μάτια σου
μπαμπέσα και η καρδιά σου
μπαμπέσικα με κοίμιζες
μέσα στην αγκαλιά σου

Καθημερνώς μπαμπέσικα
με εμέ συννενογιόσουνα
και μ είχες και περίμενα
και μ άλλονε ξηγιόσουνα

Πάψε πλέον τις μπαμπεσιές
και βάλε λίγη μπέσα
για να ΄σ αλλάξω τ όνομα
να μη σε λεν μπαμπέσα

Μη μου το λες μπαμπέσικα
πες το με την καρδιά σου
ξηγήσου μια φορά σπαθί
μπαμπέσα στο νταλκά σου

Μπαμπέσικα είν τα μάτια σου
μπαμπέσα και η καρδιά σου
μπαμπέσικα με κοίμιζες
μέσα στην αγκαλιά σου

Στίχοι: Βαγγέλης Παπάζογλου

Μουσική: Βαγγέλης Παπάζογλου

Πρώτη Εκτέλεση: Στελλάκης Περπινιάδης

ο μπαμπέσης & η μπαμπέσα, το μπαμπέσικο< pabese < pa (without) + bese (reliability) = person without reliability, crafty, underhanded, sly, smart, treacherous. Αlthough the word seems to have a negative connotation finally means something positive since “μπαμπέσης-α” accomplishes what he/she wants.

μπαμπέσικα (adverb)

synonyms: ο μπαγαπόντης, η μπαγαπόντισα

κοπανάω: 1. (εδώ) leaving dishonestly, 2. clobber

κοιμίζω = put in bed αλλά κοιμάμαι =sleep

συνεννοούμαι = communicate

παύω = σταματώ, stop

ξηγιέμαι: behave well = συμπεριφέρομαι καλά

ξηγιέμαι σπαθί = συμπεριφέρομαι πολύ τίμια (honestly)

ο νταλκάς = heavy pain, heart ache, a longing to drown = το ντέρτι

Στίχοι:

Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα

και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα

 

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’η ζωή

θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί 

Κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε

και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε 

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή

θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί… 

·         Το τερτσέτο 
 

  1.          song with three instruments or three voices,
  2.          song danced by three men,
  3.          (mtf.) the group of three friends with the same character

·         διαλεχτόςήό[i] = carefully chosen

·         η πιάτσα < piazza:

  1.          group of people who are in the first line in markets
  2.          point parking taxi

·         τρομάζω: scary, terrify

·         η φουρτούνα: storm

·         η ράτσα: race 

·         το μεράκι: caring, passion

·         το στραπάτσο: creases, destruction, disaster


[i] Επίθητα σε τός: indicate the result of the verb, with a passive meaning. e.x. γραπτός: written.

Στίχοι:

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά

εμένα μ’ αγαπούνε

μόλις θα μ’ αντικρίσουνε

θυσία θα γενούνε

Όσοι δε με γνωρίζουνε

τώρα θα με γνωρίσουν

εγώ κάνω την τσάρκα μου

κι ας με καλαμπουρίζουν

Και ‘γώ φτωχός γεννήθηκα

στον κόσμο έχω γνωρίσει

μέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς

εγώ έχω μαρτυρήσει

Όλοι οι κουτσαβάκηδες

που ζούνε στο κουρμπέτι

κι αυτοί μες στην καρδούλα τους

έχουν μεγάλο ντέρτι.

  • ο ντουνιάς < τουρκική dünya = ο κόσμος =whole world
  • αντικρίζω = confront, outface, meet (eyes)
  • η θυσία = sacrifice, offering
  • καλαμπουρίζω = joke
  • μαρτυρώ = torture myself
  • το κουρμπέτι < gurbet = foreign lands, away from home.
  • βγαίνω στο κουρμπέτι: (first meaning) to be a prostitute,  to be a woman who has sex with a payment, get a job
  • είμαι χρόνια στο κουρμπέτι: I am working for a long time and I am experienced in what I do.
  • οι Κουτσαβάκηδες, ή Κούτσαβοι, αλλά παράλληλα και «Παλληκαράδες»:  unusual criminals who had dominated the region of Psiri, for 50 years and have changed the crowded Psiri in a “state within a state.” The name of the koutsabakides is from the name Koutsabakides Mitsos, an army corporal in Otto, who had become famous for his exploits as a villain. They wore black jacket, but only from the left sleeve. They had colored striped pants that were too baggy in the legs, but very narrow in ankles. For belt they had a very wide and pleated cummerbund, which placed both arms and the types of their smoking. Moreover they wore a black hat with a wide grief that was called grief. But the shoes were strange. They were a stiletto heel, narrow and pointed, which should be upright like a muzzle. Their shoes should be very crispy. Their hair was rich, descended to the eyes and was always spread with pork fat, which was the main kind of cosmetic. The whiskers were plentiful, twisted at the ends and joined with the other hairs on the cheeks.
  •  το ντέρτι < dert: sorrow, sadness, suffering